αριστερήνεμος

αριστερήνεμος
-ον
αυτός που πλέει έχοντας τον άνεμο από τ' αριστερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αριστερός + άνεμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αριστερός — ή, ό (AM ἀριστερός, ά, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μισό μέρος του ανθρώπινου σώματος, που ορίζεται με μία νοητή από κορυφής κάθετη γραμμή και στο οποίο γίνονται αισθητοί οι παλμοί της καρδιάς, ο ζερβός (αντίθετο: δεξιός) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”